ἀνακεφαλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακεφαλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακεφαλίζω Καρπ. Κέρκ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.)-Λεξ. Δεὲκ ἀνεκεφαλίζω Κάρπ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀνακεφαλίζω. Πβ. ’Αχιλλ. στ. 625 (ἔκδ. Hessling) «γοργὸν ἐνεκεφάλισεν καὶ εἰς τὴν κλίνην πέφτει».
Σημασιολογία
1) Σηκώνω, ὑψώνω τὴν κεφαλὴν Κέρκ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Ἀνακεφάλισα λιγάκι Λακων. ǁ ᾎσμ. Ξύπνα κιˬ ἀνακεφάλισε | πὄχω δυˬὸ λόγους νὰ σοῦ πῶ (μοιρολ.) Μαν. β) Μεταφ. ἀνθίσταμαι, ἐναντιώνομαι Λεξ. Δεὲκ Συνών. φρ. σηκώνω κεφάλι. 2) ᾿Οργώνω τὸν ἀγρὸν διαγωνίως Καρπ. Συνών. ἀναγωνιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA