ἀνακεφαλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακεφαλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακεφαλώνω ΔΛουκοπ. Ποιμεν. 91-Λεξ. Αἰν. Βλαστ. Δημητρ. ἀνακιφαλώνου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κεφαλώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἀναλαμβάνω οἰκονομικῶς, γίνομαι κάτοχος περιουσίας Στερελλ. (Αἰτωλ.)-Λεξ. Δημητρ.: Μὲ τὴ δουλίτσα ποῦ ᾿πιˬασε ἀνακεφάλωσε Λεξ. Δημητρ. Ἄμα ἀνακιφαλώσ’ οὑ ἀνθρουπους δὲ λουγαριˬάζ’ κἀνένα Αἰτωλ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. 2) ᾿Αναλαμβάνω σωματικῶς, ἀναρρωννύω Λεξ. Δημητρ. : ᾿Απὸ τἠν ἀρρώστιˬα τὸ παιδὶ θ᾽ ἀνακεφαλώσῃ γλήγορα. Συνων. ἀναδίνω Β 1 γ, ἀναζουμώνω, ἀναζῶ Α 1, ἀναθάλλω Α 2, ἀνακαρώνω (Ι) 1, δυναμώνω, καρδαμώνω. 3) Διπλασιάζομαι, ἐπὶ χρέους τοῦ ὁποίου οἱ τόκοι ἐξισώνονται πρὸς τὸ κεφάλαιον Στερελλ.(Αἰτωλ.) : Ἀνακιφάλουσι τοὺ χρέους. 4) Καταλαμβάνω μέρος συνήθως ὑψηλότερον, ὅθεν πρόκειται νὰ διέλθῃ τις, ὑπερφαλαγγίζω τινὰ καταδιώκων Στερελλ.(Αἰτωλ.)-Λεξ. Αἶν.: ᾿Ανακιφάλουσ᾽ τουν γιˬὰ νὰ τοὺν πιˬάῃς Αἰτωλ. ’Ανακιφάλουσι τοὺ λαὸ κι᾽ τοὺνν βάρισι αὐτόθ. 5) Ὑπερβάλλων διέρχομαι τὴν κορυφὴν ὄρους ΔΛουκόπ. ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Βλαστ : Ἡ στράτα …ἀνακεφαλὠνει τὸ Ζυγὸ καἱ ρίχνεται πίσω μερεˬὰ ᾿ς τοῖς πλαγιˬὲς ΔΛουκὀπ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/