ἀνακινῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακινῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακινῶ Πόντ.(᾿Αμισ.) ἀνα’νῶ Ἤπ. ἀνακουνῶ Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.) κ. ἀ.-Λεξ. Πρω.Δημητρ. ἀνατινῶ Κύπρ. ᾿νετινῶ Κύπρ. ἀνατινι’ζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀνακινῶ. Τὸ ἀνατινίζω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀνατίνησα κατ’ ἀναλογ. τοῦ εἰς -ισα ἀορ. τῶν εἰς -ίζω ρ. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ,1,272.

Σημασιολογία

1) Κινῶ, σείω Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.) κ. ἀ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ. : Ἔφερε λοστὸ ν᾿ ἀνακουνήσῃ τὸν ὀdᾶ Λακων. ᾿Απὸ τοῖς φωνὲς ἀνακουνίστη ὁ τόπος αὐτόθ. ᾿Ανακούνησε τὸ ποτήρι Λεξ. Πρω. ᾿Ανακούνησα τὰ κλαριˬὰ καὶ πέσαν τὰ μοῦρα Λεξ. Δημητρ. Ἀνακουνήσου ἀπὸ τὸν τόπο σου! (κατὰ τὴν κρατοῦσαν πρόληψιν λέγεται ἡ φρ. πρὸς ἀποσόβησιν ἐπαληθεύσεως δυσοιώνου προρρήσεως. Συνων φρ. κουνήσου ἀπὸ τὴ θέσι σου!) Λεξ. Δημητρ. ǁ ᾎσμ. Σπίτι, τί δὲν ταράζεσαι καὶ δὲν ἀνακουνε͜ιέσαι, και, καβαλλάρι του σπιτιˬοῦ, να τσακιστῃς νὰ πέσῃς; (μοιρολ.) Ἤπ. Θὰ σκούξῃ ἀπ’ ἄγρια φωνὴ ὁ τόπος ν’ ἀνακουνιστῇ Λακων. Βαθεˬὰ βαροῦσαν τά ’ργανα κ ἡ γῆς ἀνακουνε͜ιόταν Ἤπ. β) Λικνίζω Λεξ. Δημητρ. Ἀνακούνησε τὸ παιδί. γ) Μέσ. συνταράσσομαι Λεξ.Πρω.Δημητρ.: Τὸ χωριˬὸ ἀνακουνίστηκε ἀπὸ τοίς ντουφεκεˬές Λεξ. Πρω. Ἀνακουνίστηκε ὁ τόπος ἀπὸ τὸ σεισμὸ Λεξ. Δημητρ. Ἀνακουνε͜ιέται τὸ μυˬαλό μου αὐτόθ. 2) Ἀναζυμώνω τὴν προζύμην ἐπαυξάνων διὰ τῆς προσθήκης ἀλεύρου Κύπρ.: Ἡ γεναῖκα ἂν δὲν ἀνατινήσῃ προζύμιν, δὲ ζυμών-νει. Συνων. *ἀναδέρνω, ἀναδεύω Α1β, ἀναδίνω Α5, ἀναδορώνω 1, ἀνακαινίζω 2, ἀναμίγω, ἀναπήζω, ἀναπιˬάνω. Πβ. ἀνακάνω. 3)᾿Αναφέρω, ὑπομιμνήσκω τι παρελθὸν Ποντ. (᾿Αμισ.) Συνων. ἰδ. ἐν λ. ἀναθιβάλλω Β1. 4) Μεταφ ἐρεθίζω, παροξύνω τινὰ Πόντ. (᾿Αμισ.) Συνων. ἀγγρίζω 1, ἀναγγρίζω Α 1, ξαγγρίζω, ξαναγγρίζω, παραγγρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/