ἀνακκούμπι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακκούμπι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνακκούμπι τό, Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. ἀνακκουμπῶ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀποκκουμπῶ-ἀποκκούμπι.

Σημασιολογία

1) Πᾶν πρᾶγμα κατάλληλον διὰ νὰ στηριχθῇ τις ἢ κατακλιθῇ πρὸς ἀνάπαυσιν ἔνθ’ ἀν. : Βρῆκα καλὸ ἀνακκούμπι ᾿ς τὴ ριζολα͜ιὰ Λεξ. Δημητρ. Συνών ἀποκκούμπι. 2)Στήριγμα ἠθικὸν ἢ οἰκονομικὸν Λεξ. Δημητρ. : ᾿΄Εχει ἀνακκούμπι τὸ θε͜ιό του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/