ἀνακλαίω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακλαίω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακλαίω Λεξ. Βλαστ. ἀνεκλαίω Κρήτ. Μετοχ. ἀνακλαμένος Λεξ. Βλαστ. ἀνακλαηˬμένος Ζακ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀνακλαίω.
Σημασιολογία
Κλαίω ἔνθ' ἀν.: Φρ. Ἀνεκλαίει ὁ καιρὸς (εἶναι πρὸς τὴν βροχὴν) Κρήτ. Μετοχ. ἀνακλαηˬμένος = ὁ πρὸ ὀλίγου κλαύσας καὶ ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρυβρέκτους, ἀρτίδακρυς Ζακ. Κρήτ. Συνών. κλαμένος (ἰδ. κλαίω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA