ἀνακλαρίζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακλαρίζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακλαρίζομαι Πελοπν. (Ἀρκαδ. ᾿Ολυμπ.) κ. ἀ. ἀνακλαρίζουμαι Πελοπν (Κυνουρ.) κ. ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. *κλαρίζομαι ἢ κατ' εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ. κλαρί. Πβ. *ἀνακλαδίζω.

Σημασιολογία

Ἐκτείνω τὰ μέλη τοῦ σώματος μετά τινος ἐντάσεως ἕνεκα νοσηρᾶς καταστάσεως ἔνθ'ἀν.: Σὲ εἴδα ἀπὸ χτὲς ποῦ ἀνακλαριζόσουνα, ποῦ θὰ θερμαθῇς Ὀλυμπ. Συνών. ἰδ. ἔν λ. *ἀνακλαδίζω ΙΙ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/