ἀνακλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακλῶ ἀμάρτ. ἀνεκλῶ Κίμωλ. Σίφν. ἀνακλάζω Καλαβρ. (Ροχούδ.) Σίφν. Τῆν. ἀνακλάζ-ζω Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) ἀνακλίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) Μέσ. ἀνακλαϊσκούμενε Τσακων.

Ετυμολογία

Τό ἀρχ. ἀνακλῶ = λυγίζω, κάμπτω.

Σημασιολογία

1) Κρασπεδώνω ἔνδυμα Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Βουν.) Συνών. στριφώνω. 2) Διπλώνω, τυλίσσω Τῆν. : ᾽Ανακλάζω τὰ ροῦχα. Συνών. τυλίγω. β) Μεσ. ἀνασηκώνω, ἀνεβάζω τὰς χειρίδας μου Τσακων. Συνών. ἀνακολλείουμαι (ἰδ. ἀνακολλῶ 2γ), ἀνασκουμπώνομαι (ἰδ. ἀνασκουμπώνω). ΙΙΙ) Στρέφω τὰ πρόβατα εἰς τὰ ὀρεινὰ μέρη καὶ ἀφήνω αὐτὰ ἐλεύθερα πρὸς βοσκὴν Κίμωλ. Σίφν. : ᾿Ανέκλασε τὰ ζῷα του Σίφν. Τά ’χαμε ἀνεκλασμένα τὰ πράματα αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/