ἀνακολλησίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακολλησίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνακολλησίδι τό, Κρήτ. ἀνεgολλησίδι Κρήτ.(Σητ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀνακόλλησι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος ποῦ προσκολλᾶται φορτικῶς εἰς ἄλλον καὶ δὲν στέργει νὰ ἀπομακρυνθῇ, συνήθως ἐπὶ παιδίου : Ποῦ τὰ βρήκανε τ’ ἀνεgολλησίδι καὶ δὲν εἶναι νὰ πάῃ ποθες καὶ νὰ μὴ dοῦ κλουθᾴ ; Τ' ἀνεgολλησίδι ἁποὺ βρῆκε θὰ σὲ bλέξῃ 'ς τἠν ἀπονυστερα͜ιὰ (εἰς τὸ τέλος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/