ἀνακολλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακολλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακολλῶ ἀμάρτ. ’νακολλῶ Συμ. Μέσ. ἀνακολλε͜ιοῦμαι Δ.Κρήτ. ἀνακολλείουμαι Πόντ. (Ὄφ.) ἀνεgολλοῦμαι Α.Κρήτ. ἀνεgολλε͜ιοῦμαι Α.Κρήτ. ἀνακουλλίζομαι Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀντικολλῶ.

Σημασιολογία

1) Προσκολλῶ τι ἐπιθέτων, ἐπὶ ἐμπλάστρου Συμ. 2) Μέσ. προσκολλῶμαι εἴς τινα φορτικῶς Κρήτ. : Αὐτὸς ἦρθε καὶ μ᾿ ἔνεgολλήθηκε, ἀλλεˬῶς ἐγὼ δὲν ἤθελα νὰ τόνε πάρω μαζί μου. ǁ ᾎσμ. Μιˬὰ γρὰ μ᾽ ἀνακολλΉθηκε κ' ἦρθε νὰ μὲ φιλήσῃ, κ᾿ ἐθάρεψα, μὰ τὸ χυλό, πῶς θὰ μὲ καταλύσῃ. β)Συναναστρέφομαι Κύπρ. Ἐγιˬώ ἔν ἀνακουλλίζουμαι τέθκο͜ιους ἀνθρώπους. γ) Ἀναβιβάζω, ἀνακομβώνω τὰς χειρίδας πρὸς τοὺς ἀγκῶνας διὰ νὰ μὴ μὲ ἐμποδίζουν κατὰ τὴν ἐργασίαν μου Πόντ. (Ὄφ.): Ἔρθανε οὕλοιν’ ἀνακαλλιγμέν’. Συνων. ἀνακλῶ 2 β, ἀνασκουμπώνομαι (ἰδ. ἀνασκουμπώνω). δ)Προσβάλλομαι, ἐπὶ νοσήματος κολλητικοῦ Κρήτ. : ’Επήαινε ᾿ς τσ’ άρρωστάριδες κ᾽ ένεκολλήθηκε κιˬ αὐτὸς ἀποὺ τὴν ἴδιˬαν ἀρρωσθιˬά. Συνων κολνῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/