ἀνακόλωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακόλωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνακόλωμα τό, ἐνιαχ. ἀνακούλωμα Καππ. (Σίλ.) ἀνεκόλωμα Ἰων. (Κρήν.) Καρπ. Σῦρ. Χίος κ. ἀ. ἀνικάλουμα Ἰμβρ. ΣαμοΘρ. Σαμ. ᾽νεκόλωμα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Χίος ᾽νικόλωμα Νάξ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακολώνω. Ἡ λ. καὶ ἐν τῇ Συλλογῇ παροιμιῶν τοῦ Βάρνερ τοῦ 17ου αἰῶνος (ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,36) «καλὸς καιρὸς γιὰ ἀνακόλωμα».

Σημασιολογία

1) Ἡ ἀνύψωσις καὶ ἀνακόμβωσις τοῦ ἐνδύματος περὶ τὴν ὀσφὺν πρὸς εὐκολίαν κατὰ τὴν ἐργασίαν Χίος: Φρ. Δὲν εἶν᾿ καιρὸς γιˬὰ τὰ ’νεκολώματα (ἐπὶ περιστάσεων καθ’ ἃς δὲν πρέπει νὰ προβῇ τις εἰς ἐπιχειρήσεις). ǁ Παροιμ. ’Σ τ᾿ ἀντρὸς τ᾽ ἀνεκολώματα καυκε͜ιέται ἡ γυναῖκα (ἡ σύζυγος θεωρεῖ ὡς ἴδια τὰ ἔργα τοῦ ἀνδρός της καὶ καυχᾶται δι’ αὐτά). Πβ. ἀνασκούμπωμα 2) Ἡ τοῦ πρωκτοῦ ἀποκάλυψις Ἰμβρ. Ἰων.(Κρήν.) Καππ.(Σίλ.) Σαμοθρ. Σάμ. Χίος κ.ἀ. : Φρ. Καιρὸς γιˬ’ ἀνεκόλωμα (εἴρων. ἐπὶ τοῦ ψυχροῦ καιροῦ) Σῦρ. κ. ἀ. 3) Παρεμπόδισις τῆς εἰσόδου ποιμνίων εἰς ἀγροὺς ἐσπαρμένους Κάρπ. 4) Ἡ κατὰ τὴν νύκτα παραμονὴ τοῦ ποιμένος πλησίον τοῦ ποιμνίου πρὸς φύλαξίν του Νάξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/