ἀνακολωμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακολωμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνακολωμός ὁ, Πελοπν (Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακολώνω.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀντιστροφὴ τοῦ πυθμένος δοχείου πρὸς τὰ ἄνω. Συνών. ἀναποδογύρισμα 2)Μεταφ. ἀφανισμὸς καταστροφὴ (τὸ νὰ γίνῃ τι δηλ. ἄνω κάτω): Ὁ θεὸς θὰ κάμῃ ἀνακολωμό. Ἔγινε σεισμὸς κιˬ ἀνακολωμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA