ἀνακολώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακολώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακολώνω Κρήτ. Νάξ. Πελοπν.(Λακων. Μάν.) κ.ἀ. -ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 28 ἀνακολούνου Πελοπν. (Μάν.) ἀνεκολώνω Θήρ. Καρπ Α.Κρήτ. Κύθν. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κινίδ.) Χίος ἀνεκοουώνω Νάξ. (Βόθρ. Φιλότ.) ἀνικουλώνου Ἴμβρ. ᾿νεκολώνω Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) ᾽νικολώνω Νὰξ. ᾿νεκολὠν-νω Ροδ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀνακολώνω.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) ’Ανασύρω τὰ ροῦχα πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὴν ὀσφὺν Θήρ. Ρόδ ᾿Ανεκολώνω τὰ ροῦχα μου-τὸ φιστὰνι μου Θήρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χωνιάτ. Χρον. διήγ. 396,28 (ἔκδ. Βόννης) «οἱ ἀδιαντροπώτεροι καὶ γελοιώδεις καὶ τὸν Θεὸν μηδόλως φοβούμενοι τὰ ροῦχα αὐτῶν ἀνακολώνοντες ἔκρουον κλοτσᾶτα αὐτούς». Συνών. *ἀνακουντουρίζω, ἀναμαζεύω, ἀνασηκώνω. Πβ. ἀνασκουμπώνω. 2) Ἀποκαλύπτω τὸν πρωκτὸν Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) Ἴμβρ. ᾽Νεκολώνω τὸ παιδὶ νὰ κά’ τὸ νερό τ᾿ Σαρεκκλ. Μὴν ἀνικουλώνισι bρουστὰ ᾽ζ dοὺ gόσμου κ᾿ εἶνι dρουπὴ Ἴμβρ. Συνὠν. ἀποκωλώνω. β) Μέσ. μεταφ ἀποκαλύπτομαι ὅτι ἔπραξά τι ἐπίμεμπτον Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Τώρα πεˬὰ ᾽νεκολώθηκες. Συνων ξεσκεπάζομαι (ἰδ. ξεσκεπάζω). γ) Μέσ. ἀποβάλλω πᾶσαν αἰδῶ Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.): Νεκολώθ’κε πεˬὰ αὐτή, ποῦ τὴν πιˬάν’ς! Σαρεκκλ. Αὐτὰ τὰ κορίτσιˬα ’νεκολωθήκανε πεˬὰ Γέν. Μετοχ. ᾿νεκολωμἐνος = ἀναιδής, ἀναίσχυντος. 3) ’Αναστρέφω τὴν βάσιν, τὸν πυθμένα δοχείου πρὸς τὰ ἀνω, ἀντιστρέφω Θήρ. Πελοπν. (Λάκων. Μαν κ. ἀ.): ᾿Ανακολώνω τὴ λαῢνα-τὸ κουμάρι-τὸ πινάκι-τὸ φόρτωμα τὸ σιτάρι κττ. Λακων. Μαν. Συνών. *ἀνακουκουλλιˬάζω, *ἀνακουκουλλώνω, ἀναποδογυρίζω. 4) Ἔκριζώνω Πελοπν. (Λακων.) : Ὁ ἀέρας ἀνεκόλωσε τὰ δέντρα. Ἡ ἐλα͜ιὰ ἀνεκολώθη. Συνών. ξεκολώνω, ξεπατώνω, ξερριζώνει). β) Μέσ. πίπτω ὕπτιος ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀνακολώθηκε ξαπλωταρεˬὰ χάμου ’ς τὰ χώματα. 5) ’Αναστρέφων περιπλέκω, ἐπὶ νημάτων κττ. Κρήτ. 6) Στρέφω εἰς τὰ ὀπίσω, μεταβάλλω τὴν πορείαν ποιμνίου, ὥστε νὰ μὴ εἰσέλθῃ εἰς περιοχὰς ἐσπαρμένας Κάρπ. Νάξ. (Κινίδ. Φιλότ.): Ἀνεκολώνω τὰ ζὰ-τὰ πρόβατα Κινίδ. Συνών. κολώνω. 7) ’Αγρυπνῶ τὴν νύκτα φυλάττων βόσκον ποίμνιον Νάξ. Β) Ἀμτβ. 1) Ὁπισθοχωρῶ, ὑποχωρῶ Κρήτ. Κύθν. Μύκ. Νάξ. (Βόθρ.) Χίος : Καυκε͜ιούσενε πῶς θὰ κάμῃς καὶ θὰ δείξῃς καὶ τώρα ἀνακόουσες Βόθρ. Συνών. κολώνω, πάω κόλο κόλο. 2) Γίνομαι ἄνω κάτω, ἀφανίζομαι Πελοπν. (Λακων.): Θ’ἀνακολώςῃ ἡ γῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/