ἀνακομιδιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακομιδιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακομιδιˬάζω Πελοπν. (Λάκων)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνακομιδή.
Σημασιολογία
’Εκθάπτω τὰ ὀστᾶ νεκροῦ καὶ μεταφέρω αὐτὰ εἰς τὸ κοιμητήριον. Συνών. ἀνοίγω, ξεχώνω
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA