ἀνακομπιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακομπιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακομπιˬάζω Ἤπ. Θεσσ. (Ὄλυμπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κομπιˬάζω.

Σημασιολογία

Κλαίων καταλαμβάνομαι ὑπὸ διακεκομμένων λυγμῶν ἔνθ' ἀν. : ᾎσμ. Τοὺς πύργους πύργους πιˬάνει καὶ μοιρολογάει, -ἀνοίξτε μου τῆς χήρας καὶ τῆς ὀρφανῆς ! -Γυναῖκ᾿ ἀνακομπιˬάζει! κόρη φώναξε Ὄλυμπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/