ἀνακορδίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακορδίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακορδίζω ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 41 Μοσκ. 25

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κορδίζω, δι᾿ ὃ ἰδ. κουρdίζω.

Σημασιολογία

᾿Εκτείνω, τανύω : Τὸ βόιδι ἔπεσε κιˬ ἀνακόρδισε τ’ ἄψυχό του κορμὶ Παραμύθ. 41. Τὰ βόιδιˬα ἀνακόρδιζαν τὰ βαρεˬὰ λαιμοτράχηλα ἀπάνω Μοσκ 25. Συνών. τανυˬῶ, τεντώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/