ἀνακούκουλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακούκουλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνακούκουλλα ἐπίρρ. ἀρνακούκουλλα Σαλαμ.

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. κουκούλλα.Διὰ τὴν γένεσιν τοῦ ρ ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν ᾿Α0ηνᾴ 29 (1917) Λεξικογρ. ’Αρχ. 83 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ἀντιστρόφως: Βάζω τὸ καζάνι-τό σκαφίδι ἀρνακούκουλλα. Συνων ἀνάποδα, ἀνάστροφα. 2) Ὑπτίως : Τοῦ ’δωσα μιˬὰ κ’ ἦρθε ἀρνακούκουλλα. Συνών. ἀνάκολα 3, ἀνακούρκουδα 2, ἀνάσκελα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/