ἀνακουλουρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακουλουρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακουλουρίζω Α.Κρήτ. ἀνεκουλουρίζω Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κουλουρίζω.
Σημασιολογία
Κάμνω τι ὅμοιον πρὸς κουλούρι, συσπειρώνω: Ὁ σκύλλος ἀνεκουλουρίζει τὴν ὀρά dου. Συνών. κουλουριˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA