ἀνακουρκούδισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακουρκούδισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνακουρκούδισμα τό, πολλαχ. ἀνικουρκούδ'σμα Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακουρκουδίζω.
Σημασιολογία
Στάσις τοῦ σώματος ἐπὶ τῶν γονάτων κεκαμμένων ἄνευ ἐπαφῆς πρὸς τὴν γῆν ἢ πρὸς κάθισμα ἔνθ’ ἀν. : ’Απ’ τοὺ πουλὺ τ᾿ ἀνικουρκούδ’σμα ᾿κόπ᾿κι ἡ μέση μ᾿ Ἴμβρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA