ἀνακούρκουδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακούρκουδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνακούρκουδος ἔπίθ. ἀμάρτ. ἀνικούρκουδος Κυδων. ἀνικούρκουτους Λέσβ.(Πλομάρ.) ἀνικούρκ’δους Ἴμβρ. ᾿νεκούλκουτος ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾴκ. ἠθογραφ. 8,69
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀνακούρκουδα.
Σημασιολογία
1) Ὁ καθήμενος κατὰ τρόπον τοιοῦτον, ὥστε νὰ στηρίζεται ἐπὶ τῶν κεκαμμένων γονάτων χωρὶς νὰ ἐγγίζῃ τὴν γῆν ἢ κάθισμα Ἴμβρ. Κυδων. Λέσβ (Πλομάρ.): Κάθουμι ἀνικούρκουτους Πλομὰρ. 2) ’Ατημέλητος ΠΠαπαχριστόδ. ἔνθ’ἀν.: Ἦταν ἀχτένιστη, ’νεκούλκουτη, ἄντυτη, μὲ τὴ μισόφουστα καὶ τὰ μισοπάπουτσα της ᾽ς τὰ πόδιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA