ἀνακουταλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακουταλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακουταλεύω ἀμάρτ. ἀνακουρταλεύω Πελοπν. (Μάν.) ἀνεκουταλεύγω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κουταλεύω. Διὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ρ ἕνεκα τοῦ ἑπομένου ὑγροῦ εἰς τὸν τύπ. ἀνακουρταλεύω ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 83 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἐρευνῶ πρὸς ἀνεύρεσιν πράγματός τινος ἔνθ’ ἀν. : Ἀνακουρταλεύω τὴ gασσέλλα-τὴ τζὲπη Μάν. Συνών. ἀνακουτρεύω, ψάχνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA