ἀνακουφωτὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακουφωτὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνακουφωτὰ ἐπίρρ. Πελοπν (Καλάβρυτ. Σουδεν. Τρίκκ.)-Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνακουφωτός.
Σημασιολογία
Ὀλίγον τι ὑψηλὰ, μετεώρως πως ἔνθ᾿ ἀν.: Ἡ πουγάνα στέκεται ἀνακουφωτὰ κιˬ ἀποκάτου μπαίνει τὸ φαεῖ Σουδεν. Πβ. ἀνάκουφα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA