ἀνακοφτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακοφτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνακοφτὸς ὁ, Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακόφτω.

Σημασιολογία

Ὁ χρόνος καθ’ ὃν κόπτονται τὰ καρποφορήσαντα σπαρτὰ διὰ νὰ ὀργωθῇ ἐκ νέου ὁ ἀγρὸς, ἤτοι ὃ Αὔγουστος καὶ ὁ Σεπτέμβριος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/