ἀνακόψιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακόψιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνακόψιμο τό, ἀμάρτ. ’νεκόψιμον Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνακόφτω.
Σημασιολογία
Κλαυθμηρὸς λυγμός: Τὸ παιδὶν ἔχει ’νεκόψιμον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA