ἀνακράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακράζω Δ.Κρήτ.-ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3.207 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,73-Λεξ. Περίδ. Ἠπίτ. ἀνεκράζω Α.Κρήτ. ἀναγκράζου Εὔβ. (Ὀξύλιθ.) ἀγκράζου Εὔβ (Ὀξύλιθ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἄρχ. ἀνακράζω.
Σημασιολογία
1) Καλῶ τινὰ συνήθως μεγαλοφώνως Κρήτ.-ΑΒαλαωρ ἔνθ᾽ ἀν ΚΚρυσταλλ ἔνθ’ὰν.-Λεξ. Περιδ. ᾿Ηπίτ.: ᾿Ανακράζω τὴν αἶγα Κρήτ. Ἡ-γ-ὄρθα ἀνακράζει τὰ πουλλιˬά αὐτόθ. ǁ Ποιήμ. ’Εμπρός του λαβωμένη ἐμούγγριζε ἡ φοράδα του, τὴν ἀνακράζει ὁ διˬάκος κιˬ αὐτὴ μ᾿ ἕνα χλιμίτισμα τὸν χαιρετάει καὶ πέφτει ΑΒαλαωρ. ἔνθ' ἀν Σὰ λιθοσώρι ὁ χρυσαετός ἀτάραγος κιˬ ὁλόρθος ἀνάκραζε τὸ ταίρι του μέσ᾿ ’ς τοῦ γκρεμοῦ τσ᾿ φρύδι ΚΚρυσταλλ ἔνθ᾿ ἀν.2) Παρορμῶ κύνα ἐναντίον τινὸς Εὔβ. (’Οξύλιθ.) Πβ. ἀγγρίζω 1, ξαγγρίζω, ξαναγγρίζω, παραγγρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA