ἀνακρεμῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακρεμῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακρεμῶ Δ.Κρήτ. ἀνακρεμάω Πελοπν (Συκεὰ Κορινθ.) άνακρεμνῶ Κιμωλ ἀνεκρεμῶ ’Ικαρ. Α.Κρήτ. Πελοπν.(Μεσσ.) ἀνεκρεμνῶ Σίφν άνακρεμάζω Δ.Κρήτ. Πελοπν.(Λακων.)-Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀνεκρεμάζω Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀνακρεμάννυμι.

Σημασιολογία

Α) Μετβ 1) Κρεμῶ ὑψηλὰ καὶ γενικώτερον ἀναρτῶ Λεξ. Δημητρ.: Γνωμ. Ἀνακρέμασε τὰ ρόδιˬα γιὰ νὰ τά ’χῃς τὀ χειμῶνα. ǁ ᾎσμ. Ἀνακρέμασε κουδούνιˬα ᾿ς τῆς μούλας τὀ γιˬουλάρι. β) Μεσ. μεταφ. ἐξαρτῶμαι ἔκ τινος Θήρ.-Λεξ.Δημητρ.: Μὴν ἀνακρεμε͜ιέσαι ἀπὸ μιˬὰν ἐλπίδα κληρονομιˬᾶς Λεξ. Δημητρ. ǁ Φρ. Ἠνεκρεμάστη ἡ καρδιˬά μου (ἐπὶ σφοδρᾶς ἐπιθυμίας πράγματός τινος, ἰδίᾳ φαγητοῦ, οἷον: Λῶσ’ μου μιˬὰ κουταλιˬὰ ζουμί, γιˬατὶ ἠνεκρεμάστη κτλ.) Θήρ. 2) Κρεμῶ ἀντιστρόφως, ἀνάποδα Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. : Θὰ σ’ ἀνακρεμάσω κακομοίρη, ἂν σὲ πιˬάσω κλέφτη Λεξ. Δημητρ. 3) Προσδένω περὶ τὸ τέλος τῆς ὑφάνσεως τὰ τελευταῖα ἄκρα τοῦ στήμονος κατὰ μῆκος ράβδου ἐξηρτημένης διὰ σχοινίου ἐκ τοῦ ἀντίου διὰ νὰ προσεγγίσουν ταῦτα εἰς τὰ μιτάρια καὶ προχωρήσῃ ἡ ὕφανσις μέχρι τέλους Κιμωλ Κρήτ. Πελοπν. (Λάκων. Μεσσ. Συκεὰ Κορινθ.) Σίφν. : Ἀνεκρεμνοῦμε τὸ διˬασίδι Σίφν. Θὰ τὸ ἀνακρεμάσουμε τὸ παννὶ Κιμωλ. Ἀνακρεμάζω τὀ παννὶ Λακων. Κοdεύγω ᾿γὼ νά ᾽ποξυφάνω, ἴσαμ’ ἀργὰ λέω πως δ᾽ ἀνεκρεμάσω (δὰ=θὰ) Α.Κρήτ. 4)’Αναβάλλω τὴν ἐκτέλεσιν πράξεως Α.Κρήτ.: Μὴν ἀνεκρεμᾷς τοὶς δουλε͜ιές σου. Β) Ἀμτβ. 1) Κρέμαμαι Ἰκαρ. : Ἀνεκρέμασεν ἡ αἶα (ἐκρεμάσθη ἀπὸ τὸ σχοινίον της). 2) ’Επαπειλῶ βροχήν ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς ἐν γένει καταστάσεως Κρήτ.-Λεξ. Πρω Δημητρ.: Ἀνακρεμᾷ -ἀνακρέμασε ὁ καιρός Δ.Κρήτ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἀνακρεμᾶν τὰ σύννεφα Λεξ. Δημητρ. 3) Συντελοῦμαι τελειώνω Κρήτ.: Φρ. Ἀνακρέμασε τ᾿ ἀργαστήρι (συνετελέσθη ἡ ὕφανσις. Πβ. ἀνωτ Α 3. ἀργαστήρι=ὑφαντικὸς ἱστός).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/