ἀνακρίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακρίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακρίνω λόγ. κοιν. άνακρένω Λεξ. Δημητρ. ἀνακρένου ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ.) ἀναgρένου Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀνακρίνω.

Σημασιολογία

1) Ὡς δικανικὸς ὅρ. διὰ παντοίων ἐρωτήσεων ζητῶ νὰ μάθω παρά τινος τὴν ἀλήθειαν περί τινος γεγονότος λόγ. κοιν.: ᾿Ανακρίνω τὸν κατηγορούμενο-τὸ μάρτυρα γιˬὰ τὸ φονο 2) Κάμνω λόγον περὶ προσώπου τινὸς ἀπόντος, ἀναφέρω τινὰ συνήθως ψέγων αὐτὸν Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.)-Λεξ. Δημητρ. : Λόξυγγας μ’ ἔπιˬασε, κἄποιος μ᾿ ἀνακρένει Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/