ἀνακρούω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακρούω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακρούω Ἤπ. ἀνεκρούω Κάρπ. ’νεκρῶ Ρόδ.

Ετυμολογία

ἀνακρούω Ἤπ. ἀνεκρούω Κάρπ. ’νεκρῶ Ρόδ.

Σημασιολογία

1)Ὕποχωρῶ, κατακάθημαι ᾿’Ηπ.: Ἀνακρούει κιˬ ἀναδίνει τὸ ψωμὶ (ἐπὶ ἄρτου ὅστις ἕνεκα τῆς κακῆς ποιότητος τῶν ἀλεύρων δὲν στερεοποιεῖται κατὰ τὸ ψήσιμον, ἀλλὰ μένει εἰς κατάστασιν ζύμης). 2) Ὕποβάλλω ἀπορφανισθὲν ἀρνίον ἢ ἐρίφιον εἰς ξένην μητέρα πρὸς θηλασμὸν Κάρπ. Ροδ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Νικάνδρ. ᾿Αλεξιφάρμ. 358 «νεαλὴς ὑπὸ οὔθατι μόσχος | βράσσει ἀνακρούουσα χύσιν μενοεικέα θηλῆς». Συνών. ἀναδένω 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/