ἀνακυκλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακυκλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακυκλώνω (Νουμᾶς 214,2).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀνακυκλῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βάιγ.

Σημασιολογία

Διαθέτω τι κυκλικῶς ἕνθ’ ἀν. : Θεριˬεύει καὶ βογγάει κιˬ ἀνακυκλώνει τὰ δυˬό του χέριˬα γιὰ νὰ στραγγίσῃ τ’ ἄκουρα καὶ γρίβα γένεια του ποῦ ἀνακατώνουνται καὶ μακρένουν ἰσιˬασμένα σὰν πετρίκιˬα (μαλλιὰ λαναρισμέρνα. ᾿Εκ διηγ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/