ἀνακύλισι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακύλισι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνακύλισι ἡ, Πελοπν. (Λακων.)-ΚΠασαγιάνν. Μοσκ 25

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακυλίζω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀνακυλῶ.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανατροπὴ πράγματός τινος Πελοπν (Λακων.) Συνών. ἀνακύλισμα 1, ἀναποδογύρισμα. 2) Σφοδρὰ κίνησις τοῦ ἀνέμου, θύελλα, ᾶνεμοταραχὴ Πελοπν. (Λακων): Σήμερα ἔγινε μεγάλη ἀνακύλισι. Συνών. ἀνεμοζἀλη. Πβ. ἀνακύκλισμα 3. 3) Θόρυβος ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. :Τὰ βόιδα ἔτρεχαν ὅλα μαζωμένα, τριποδιστὰ κατὰ τὸ μακελλε͜ιὸ μ’ἀνακύλισιν ἄγρια, μὲ μανιˬακὸ ποδοβολητὸ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/