ἀνακυλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακυλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακυλῶ, ἀνακιˬουλίω Πελοπν.(Λακων.) ἀνακυλιˬῶ Δ.Κρήτ. ἀνεκυλιˬῶ Α.Κρήτ. ἀνακυλῶ πολλαχ. ἀνακιˬουλῶ Πελοπν. (Μάν.) ἀνακυλάω Ἤπ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀνακιˬουλάω Πελοπν.(Λακων.) ἀνατσουλάω Πελοπν.(Μάν.) ἀνεκυλῶ Α.Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀνακυλίζω Δ.Κρήτ.Πελοπν.(Λακων.) ἀνακιˬουλίζω Πελοπν. (Λακων.) ἀνεκυλίζω Θἠρ. ’νεκυλίζω Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀνακυλίω=μετακινῶ πρὸς τὰ ἄνω κυλίων.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Κυλίω τινὰ Πελοπν.(Λακων.): Πρέπει ν᾽ ἀνακιˬουλήσουμι τὸ παιδὶ (δηλ. διὰ νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὴν θέσιν των τὰ μετατοπισθέντα ἔντερα). 2) Ἀνακινῶ, μετακινῶ, κάμνω ἄνω κάτω πολλαχ. : ἀνακυλῶ τοὶς πέτρες-τὰ χώματα πολλαχ. Ἀνακυλάω τὰ σῦκα γιˬὰ νὰ λιˬαστοῦνε Λακων. Οἱ στρατιῶτες ἔψαχναν τἁ παλα͜ιοστρώματα καὶ ὅλα τ’ ἀνακύλαγαν ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 17. Ἀνακυλε͜ιdοῦαι τὰ χώματα Λακων. β) Στρέφω τὴν ἄλλην πλευρὰ πράγματος, ἀντιστρέφω Πελοπν.(Λακων.): ᾿Ανακυλάω τὰ σκουτία ποῦ λιˬάζοdαι. γ) Παθ. κυλίομαι Πελοπν. (Μάν.) : ’Ανακυλήθη τὸ μουλάρι. 3) Σκάπτω,ἀνασκάπτω ΚΠασαγιάνν.Παραμύθ. 43: ᾿Ετουμπε͜ιῶνταν μεταξύ τους μπλέχοντας τὰ κέρατά τους νὰ σκοτωθοῦν κιˬ ἀνακύλαγαν τὸν τόπον καὶ τὰ χώματα γῦρο καὶ σε͜ιῶταν ἠ γῆς ᾿ς τὸ πάτημά τους. β) Παθ. σκάπτομαι, ὀργώνομαι, καλλιεργοῦμαι Πελοπν. (Μάν.): Ὅdες ἀνατσουλε͜ιοῦdαι τὰ χώματα τσιˬ ὀgειριˬαστῆς πεθαμένομε, θὰ βρέξῃ (πρόληψις. ὀgειριˬαστῇς=ὀνειρευθῇς). Πβ. ἀναγέρνω Α 1 β. 4) Μεταβάλλω τὴν φυσικὴν θέσιν πραγμάτων, ἀναμειγνύω Πελοπν. (Μαν.) Ἀνακιˬουλῶ τὰ χαρτιˬὰ (παιγνιόχαρτα). Συνών. ἀνακατεύω Α 4. 5) Περιδινῶ, περιστρέφω Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.): Ἀνακιˬουλάω τὰ μάτιˬα μου Λάκων. Πίσσα νὰ σὲ ἀνακυλήσῃ! (νὰ βράζεσαι μέσα εἰς τὴν κοχλάζουσαν πίσσαν τῆς κολάσεως! ᾿Αρὰ) Κρήτ. Β)Ἀμτβ. 1)Βράζω δυνατά, κοχλάζω Θήρ. Α.Κρήτ.: Ἀνεκυλιˬεῖ τὸ νερὸ Α.Κρήτ. ǁ Φρ. ᾿Ανεκυλίζει τὸ αἷμα μου (ἐπὶ ὀργῆς) Θήρ. 2) Ὑποτροπιάζω, ἐπὶ νόσου Ἤπ. Κρήτ.-Λεξ. Βλαστ. Πρω. Συνων. ξανακυλῶ, ξαναρρωστῶ. 3) Αἰσθάνομαι ἰσχυρὰν συγκίνησιν, τρέμω Νάξ. (Ἀπὐρανθ.): ᾿Ενεκύλησα τὴν ὥρα ποῦ τὸν εἶδα. ἐνεκύλησεν ἡ καρδιˬά μου ὁdὲν ἤκουσα τὴ φωνή dου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA