ἀναλαβαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλαβαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναλαβαίνω, ἀναλαμβάνω λογ κοιν. ἀνελαbάνω Κρήτ. ἀναλαβαίνω σύνηθ. ἀνελααίνω Κάρπ. ἀνελαβαίνω Κρήτ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Παθ. ἀόρ. ἀνελήφκα Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Μετοχ. ἀνελαβισμένος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀναλαβαίνω, ὃ ἐκ τοῦ άρχ. ἀναλαμβάνω. Ὁ αορ. ἀνελήφκα ἀντὶ ἀνελήφτηκα ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀνελήφθην. Διὰ τὸν σχηματισμὸν τῆς μετοχ. ἀνελαβισμένος πβ. καὶ μεταλαβαίνω -μεταλαβισμένος κτὅ. Περὶ τῆς λ. ἰδ. καὶ ΦΚουκουλ. ἐν ’Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. ’Αρχ. 105 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Λαμβάνω τι εἰς τὰς χεῖρας Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. ᾿Αναλαβαίνει ἕνα ραβδὶ καὶ πάει ᾿ξοπίσ᾿ ὁ γέρως. Ἀνάλαβε τὴ λύρα σου κ’ ἐγὼ τὸν ταμπουρᾶ μου. β) Δέχομαι νὰ φέρω εἰς πέρας ἐργασίαν ἢ ὑπόθεσίν τινα λὸγ. κοιν.: Ἀναλαμβάνω ἢ ἀναλαβαίνω νὰ σοῦ τελε͜ιώσω τὴ δουλε͜ιὰ τὴν ὑπόθεσι κττ. Ἀναλαμβάνω ἢ ἀναλαβαίνω εὐθύνη. γ) ᾿Αρχίζω νὰ ἐργάζωμαι ὡς ὑπάλληλος εἰς ὑπηρεσίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ὡρίσθην λογ κοιν. : ᾿Αναλαμβάνω τὰ καθήκοντά μου-ὑπηρεσία. 2) Ἀνακτῶ τὰς ἀπολεσθείσας σωματικὰς δυνάμεις ἕνεκα κοπώσεως ἣ ἀσθενείας κοιν.: Ἔκαμα ἕξι μῆνες ν᾿ ἀναλάβω. Ὁ ἄρρωστος δὲ μπορεῖ ν᾽ ἀναλάβῃ. Ἀνάλαβα ἀπὸ τὴν ἀρρώστιˬα κοιν. ᾿Εψυχομάχησεν ἐχτὲ βράδυ ὁ δεῖνα, μὰ σήμερα πάλι ’ν’ ἀνελαβισμένος ᾿Απύρανθ. Συνών. ἀναδίνω Β1γ,ἀναζῶ Α1, ἀναθάλλω Α2, ἀνακαρώνω (Ι) 1, δυναμώνω, καρδαμώνω. β) Μέσ. ἀνακουφίζομαι Θρᾴκ. (Μυριόφ.): ’Ανελήφκα κομμάτ’. 3) ’Επανακτῶ τὰς προτέρας οἰκονομικάς μου δυνάμεις κατόπιν πτωχείας, ἐπανέρχομαι εἰς τὴν προτέραν οἰκονομικὴν κατάστασιν λογ. σύνηθ.: Αὐτὸς ὁ ἔμπορος ἔχασε πολλὰ καὶ δὲ μπορεῖ ν᾿ ἀναλάβῃ. 4) Τρέπομαι εἰς τὸ καλύτερον, βελτιώνομαι, συνήθως ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως Τῆν.: ’Αναλαβαίν’ ὁ τσαιρὸς. Συνών. καλυτερεύω, ἀντιθ. χειροτερεύω. 5) Ἀναζωπυροῦμαι, ἐπὶ πυρὸς Κάρπ.: ᾿Α΄λε δᾳΐ 'ς τὴ φωτιˬὰ ν᾽ ἀναλάῃ (βάλε δᾳδὶ κτλ.) Πβ. ἀνακαρώνω (ΙΙ) Α1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA