ἀναλάμπω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλάμπω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναλάμπω Ἤπ.-ΓΣτρατήγ. Τί λέν τὰ κύμ. 29 ἀναλάμπου Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναλάμπω.

Σημασιολογία

1) Ἐκπέμπω λάμψιν Ἤπ.-ΓΣτρατήγ. ἔνθ' ἀν.: Ἀνάλαμψ’ ὀλίγο καλύτερα σήμερα, δὲν εἶναι ὅπως χτὲς (ἐνν. ὁ ἥλιος) Ἤπ. ǁ Ποίημ. Σὺ σὰν ἀστέρι ἀνάλαμψες γιˬὰ λίγο μιὰ φορὰ ΓΣτρατήγ. ἔνθ’ἀν. Συνών. ἀναλαμπίζω 1. 2) ᾿Αστράπτω Ἤπ. (Ζαγόρ.): Ὅλου ἀναλάμπ’ ἀποὺ τοὺ πουρνό. Συνών. ἀστράφτω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/