ἀναλάτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλάτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναλάτιστος ἐπίθ. πολλαχ ἀναλάτιγος Κεφαλλ. ἀναλάτιος Κεφαλλ. ἁλάτιστος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κύθν. Πόντ.(᾿΄Οφ.) Σύμ. ἁλάτσιστος Κρήτ. ἁλάτσ’στους Ἴμβρ. ἅκιστε Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ἁλατιστὸς. Τὸ ἁλάτιστος κατ᾿ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ ἐπιθ. τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ᾿Ιδ. ἀ- στερητ. 2 α. Τὸ ἅκιστε ἐκ τοῦ ἅλάτιστε κατ᾿ ἀποβολὴν τοῦ λ, συγχώνευσιν τῶν δύο α καὶ τροπὴν τοῦ τι εἰς κι.
Σημασιολογία
1) Παθ. ὁ μὴ ἠρτυμένος δι’ ἅλατος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ὄφ.): Φαεῖ ἀναλάτιστο. Ψάριˬα ἀναλάτιστα πολλαχ. Τυρὶ-ψάρι ἁλάτιστο Κύθν. Σύμ. Μαερεία-φαεῖ ἁλάτιστο Ὄφ. Συνών. ἀνάλατος Α1, ἀνάλιστος, ἄναλος, ἀντίθ. ἁλατισμἐνος (ἰδ. ἁλατίζω ΑΙ). β) Ἐκεῖνος ἐπὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἔχει τις ἐπιπάσσει ἅλας Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Δημητρ.: Προβεˬὲς ἀναλάτιστες Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀνάλατος Α 2. 2) Ἐνεργ. ὁ μὴ φαγὼν ἅλας, ἐπὶ ζῴου Ποντ. (Ὄφ.): Τὸ ζῷ ἀλάτιστο ἕν᾽. Συνών. ἀνάλατος Α3
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA