ἀναλεγαδιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλεγαδιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναλεγαδιˬάζω Δ.Κρήτ. ἀνελιγαδιˬάζω Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀναλεγάδι<ἀναλέγω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. τυλίγω-τυλιγάδι-τυλιγαδιˬάζω, ψέγω-ψεγάδι-ψεγαδιˬάζω κτλ.
Σημασιολογία
1) Τυλίσσω, περιελίσσω : ᾿Ανελιγάδιˬασε τὸ σκοινὶ τοῦ μουλαριˬοῦ νὰ μὴ dὸ πατῇ. Συνών. ἀναλέγω 2, μαζεύω, τυλίγω. 2) Διηγοῦμαι, ἐξιστορῶ: Μπορεῖ νὰ κάθεται ἕνα μερόνυχτο νὰ σ᾿ ἀναλεγαδιˬάζῃ ψευθιˬές ǁ ᾎσμ. Καὶ πο͜ιὸς bορεῖ νὰ κάθεται νὰ τ᾽ ἀνελιγαδιˬάζῃ; Συνών. ἀναλέγω 4. 3) Λέγω ἀνοησίας, φλυαρῶ : Εἶd' ἀνελιγαδιˬάζεις αὐτοῦ;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA