ἀναλέγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλέγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναλέγω Δ.Κρήτ. Χίος κ. ά. ἀναλέω Δ.Κρήτ. ἀνελέγω Α.Κρήτ. Χίος ΄νελέω Ρόδ. Μεσ ἀναλέγομαι ΜΛελέκ. ᾿Επιδόρπ.106 ἀνελέομαι Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀναλεγούμενε Τσακων. ἀναλεγγούμενε Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ άρχ. ἀναλέγω. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ’Αθηνᾷ 29 (1917) 187.
Σημασιολογία
1) Ἐκλέγω, διαλέγω Ροδ Χίος: Ἀναλέγω τὰ σῦκα Χίος ᾽Νέλεξε καὶ πάρε Ρόδ ’Νέλεξε τὲς ἕλα͜ιὲς αὐτόθ. 2) ᾿Ενεργ. καὶ μέσ. περιτυλίσσω, περιελίσσω τι Θήρ. Κρήτ. Χίος κ. ἀ.: Ἀναλέγω τὴν κλωστὴ Χίος. Ἀνελέγω ἢ ἀνελέγομαι τὸ σκοινὶ Α.Κρήτ. ᾿Ανελέομαι τὸ νῆμα Θήρ. Σὲ μιˬά στιμὴ ἠνελέχτηκε ἕνα κουβάρι σπάο αὐτόθ. ᾿Αναλέξου τά σκοινιˬὰ Δ.Κρήτ. Τὸ σκοινὶ εἴναι ἀνελεμένο Α.Κρήτ. ǁ Αἴνιγμ. Ἕνα σκοινάκι ἔχω κιˬ ἀναλέω κιˬ ἀναλέω καὶ τὴν ἄκρη του δὲ βρίσκω (ἡ μακρὰ ὁδὸς) Δ.Κρήτ. Συνών. ἀναλεγαδιˬάζω 1, μαζεύω, τυλίγω. Καὶ μέσ. ἀμτβ. ἑλίσσομαι, περιελίσσομαι περί τι Θήρ.: ᾎσμ. Κιˬ ἂ βούλεσαι νὰ μ᾿ ἀρνηστῇς, νά πά᾽ νὰ πάρῃς ἄλλη, τὸ κρῖμα μου ν’ ἀνελεχτῇ ’ς τὴ μέση σου ζωνάρι (δηλ. τὸ κρῖμα μου νὰ περιτυλιχθῇ εἰς τὴν μέσην σου καθὼς ζωνάρι καὶ νὰ μὴ ἠμπορῇς νὰ ἀπαλλαγῆς). β) Μεταφ. περιτυλίσσομαί τινα, καθίσταμαι εἴς τινα ὀχληρὸς εἴτε διὰ λόγων εἴτε δι’ ἔργων Κρητ : Ξάνοιξε νὰ μὴ σ’ ἀναλεχτῇ, γιˬὰ δὲ dὸνε ξεφορτώνεσαι. ᾿Ανὲ σ᾿ ἀναλεχτῶ! (ἂν σ᾿ ἀρχίσω μὲ τὰ λόγια!) γ) ’Επιπλήττω Κρήτ.: Νὰ τὸν ἀναλεχτῇς. 3) Διανύω Χίος: Ἀναλέγω τὸν δρόμο. Καὶ ἄνευ άντικ. :ἀνελέγω (ἐνν. τὸν δρόμον). β) ᾿Ανέρχομαι Θήρ.: Γιˬὰ δὲς πῶς ἀνελέεται τσοὶ σκάλες! γ) Ἀνέρπω, ἀναρριχῶμαι Θήρ. Κρήτ : ᾿Ανελέεται σὰν τράος τὸ dοῖχο Θήρ. Δὲ bορῶ ν᾿ ἀναλεχτῶ ’ς τὸ dοῖχο Δ.Κρήτ. ǁ ᾎσμ. Ὁ τοῖχος εἶναι ἀψηλὸς, καλὰ σουβαδισμένος, καὶ δὲ bορῶ ν’ ἀναλεχτῶ καὶ καίγομαι ὁ καηˬμένος Δ.Κρήτ. δ) Φέρομαι μὲ φοράν, τρέχω ΜΛελέκ. ἔνθ’ ἀν. :ᾎσμ. Ἄγγελοι, δῶστε μου φτερά, ν’ ἀναλεχτῶ ’ς τοὶς στράτες, νὰ κυνηγήσω τοὶς ξανθές κιˬ οὕλες τοὶς μαυρομμάτες. 4) Διηγοῦμαι, ἐξιστορῶ Θήρ. : Τὰ ἀνελέεταν ἡ γλῶσσα του ἤτανε παραμύθια (τά=ὅσα). Συνών. ἀναλεγαδιˬάζω 2. 5) ᾿Αναλογίζομαι, στοχάζομαι Τσακων : Ἔνι ἀναλεγγούμενε χωρὶς νὰ ἀφίου γκἀνένα πρᾶγμα. 6) Αἰσθάνομαι τάσιν πρὸς ἐμετὸν Νάξ. (᾿Απύρανθ.) : Ἀνελέομαι καὶ θὰ ξεράσω. Συνών. ἀναγουλεύομαι 1, ἀνάγουλιˬάζω 3, ἀναγουλίζω 1, ἀνακατεύομαι (ἰδ. ἀνακατεύω Α 2 β), ἀνακατώνομαι (ἰδ. ἀνακατώνω Α2β).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA