ἀναλε͜ιώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλε͜ιώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναλε͜ιώνω πολλαχ. ἀναλε͜ιώνου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀναλε͜ιούου Τσακων. ἀνελε͜ιώνω Ἡράκλ. Θήρ. Κέως Α.Κρήτ. Κύθν. Νάξ. (Κορων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. λε͜ιώνω.

Σημασιολογία

1) Μετβ. διαλύω τι, τήκω πολλαχ. ᾿Αναλε͜ιώνω τὁ βούτυρο-τὴ ζάχαρι-τὸ κερὶ-τὸ μέλι κττ. πολλαχ. Ὁ ἥλιε ἀναλε͜ιοῦτζε τὰ χιˬόνα (ὁ ἥλιος ἀνέλυσε τὴν χιόνα) Τσακων. ǁ ᾎσμ. ᾿Αηˬδόνιˬα τῆς ἀνατολῆς καὶ σεῖς πουλλιˬὰ τῆς δύσις, ……………………………..κι᾿ θὰ σᾶς πάου ’ς τοῦ χρυσικὸ γιˬα νὰ σᾶς ἀναλε͜ιώσῃ, νὰ κάμ᾽ τὰ νύχιˬα σας χρυσὰ κὶ τὰ φτιρὰ ἀσημένιˬα (βαυκάλ) Αἰτωλ Καὶ ἀμτβ. διαλύομαι, τήκομαι πολλαχ.: Ἀναλε͜ιώνει τὸ χιˬόνι πολλαχ. Τὸ κερὶ ἀνέλε͜ιωσε Κορων. ǁ Ποιήμ. ᾿Εκατακάθισ᾽ ὁ βορεˬὰς καὶ τ᾿ ὄψιμο τὸ χιˬόνι μὲ τὴ νοτιˬά ποῦ πιˬάστηκε γοργὰ γοργ’ ἀναλε͜ιώνει ΑΒαλαωρ. ᾽’Εργα 3,390 Βογγοῦν τοῦ κόσμου τὰ στοιχε͜ιά, σηκώνουν κῦμα βροντερό, θαρεῖς ἀνάλε͜ιωσεν ἡ γῆ καὶ τρέχ’ ἡ στράτα σὰν νερὸ ΓΒιζυην. ἐν ’Ανθολ. Η’Λποστολίδ. 43 Συνών. ἀναδίνω Β5δ ἀναλιγώνω 2,ἀναλύω,λειώνω. 2) Μεταφ. χαλαρώνομαι, παραλύομαι Μποὲμ Ντόπ. ζωγραφ. 89: Οἱ καρδιˬές τους ἀνάλε͜ιωναν ἀπὸ μεθυστικοὺς χτύπους. β) Φθίνω, τήκομαι Λε. Δημητρ.: ᾿Ανάλε͜ιωσε ἀπὸ τὴ λύπη του. Συνών. λε͜ιώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/