ἀναλε͜ιωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλε͜ιωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναλε͜ιωτὸς ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ. (λ. ἀναλιˬωτὸς) Πρω. (λ. ἀναλυˬωτὸς) Δημητρ. (λ. ἀναλυˬωτὸς).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναλε͜ιώνω.
Σημασιολογία
Ὁ εὑρισκόμενος εἰς κατάστασιν τήξεως, διαλελυμένος ἔνθ᾿ἀν : Ἀναλε͜ιωτὸ βούτυρο-κερὶ Λεξ. Δημητρ. Ἀναλε͜ιωτη ζάχαρη αὐτόθ. Συνών. ἀναλυτός, λε͜ιωμένος (ἰδ. λε͜ιώνω), ἀντίθ. ἄλε͜ιωτος 1, άνάλε͜ιωτος, πηχτός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA