ἀναλόγως
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλόγως
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀναλόγως ἐπιρρ λόγ. κοιν. ἀναλόως Ροδ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν ἐπίρρ. ἀναλόγως.
Σημασιολογία
Κατ’ ἀναλογίαν, ἐν σχέσει πρός τι: Βλέπομε κιˬ ἀναλόγως κάναμε. Ἀναλόγως ᾽ς ἐκεῖνα ποῦ κερδίζει δὲν ξοδεύει πολλά. ’Αναλόγως ’ς τὴν ἡλικία του καλὰ τὰ καταφέρνει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA