ἀναλυσιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλυσιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναλυσιˬάζω ἀμάρτ. ἀνελυσιˬάζω Ἄνδρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνάλυσι.

Σημασιολογία

1) Διαβρέχω τι: ᾽Ανελυσιˬάζω τὸ χῶμα. 2) ᾿Αναδίδω τὸ περιεχόμενον ὑγρόν, γίνομαι ὑδαρέστερος: Ἄνελυσιˬάζει ἡ λάσπη. Συνών. ἀναλιγδιˬάζω 2, ἀναλιγώνω 2 β, ἀναλύω Β 1 Πβ. ἀναδίνω Α 3, ἀναδοτῶ 1, ἀναζουδιˬῶ, ἀναλιγδιˬάζω 1, ἀναλείχω 3, ἀναξερνῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/