ἀναλυτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλυτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναλυτὸς ἐπίθ. κοιν. ἀνελυτὸς Α.Κρήτ. ἀνα’τός βόρ. ἰδιώμ. άνι᾽τὀς Λέσβ κ. ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναλύω. Πβ. καὶ μεταγν. ἐπίθ. ἀνάλυτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ χαλαρῶς δεμένος καὶ εὐκόλως λυόμενος κοιν. : Κόμπος ἀναλυτός. Σκοινὶ ἀναλυτό. β) Ὁ μὴ πλεγμένος πολλαχ: Μαλλιˬὰ ἀναλυτά. Συνών. ξέπλεκος . 2) Ὁ ἀραιῶς ὑφασμένος πολλαχ. : ’Αναλυτό παννί. Συνών. ἀγανός 3, ἀνάγλυκος 3, ἀνάρα͜ιος, ἀρύς, ἀντίθ. κρουστός, πυκνός, σφιχτός. β) Τὸ οὐδ. ἀναλυτό οὐσ., εἴδος παννίου ἀραιῶς ὑφασμένον Πελοπν. (Άρκαδ.)3) Ὁ εὑρισκόμενος εἰς κατάστασιν τήξεως, διαλελυμένος κοιν.: Βούτυρο-κατράμι-κερὶ-μολύβι ἀναλυτό κοιν. ǁ Φρ. Τὰ λόγιˬα του ἦταν μολύβι ἀναλυτό (καυστικά, πικρὰ) ᾿Αθῆν. Συνών. ἀναλε͜ιωτός, ἀναλυμένος (ἰδ. ἀναλύω Α1), λε͜ιωμένος (ἰδ. λε͜ιώνω), ἀντίθ. ἄλε͜ιωτος 1, ἄλυτος 3 ἀνάλε͜ιωτος, ἀνάλυτος, πηχτός. 4) Ὑδαρὴς τὴν σύστασιν, χαλαρὸς κοιν. : γλυκό- ρυζόγαλο ἀναλυτό. Κρέμα ἀναλυτή. Συνών. ἀναδωπός 2, νερουλλός, ἀντίθ. πηχτός. β) Ὁ ἀραιωθείς δι’ ὕδατος Λέσβ.: Γάλ’ ἀνι’τὸ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA