ἀναμελιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμελιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμελιˬάζω Λεξ. Αἰν. ἀναμιλιˬάζου Εὔβ.(Στρόπον.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναμέλα.
Σημασιολογία
1) Μεταμορφώνομαι εκ ψυχήν, ἐπὶ τοῦ μεταξοσκώληκος Λεξ. Αἰν. 2) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ ρίγους, τρέμω (ἐκ μεταφ. τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία τὸ πρῶτον ἐξερχομένη ἐκ τοῦ βομβυκίου τρέμει) Εὔβ. (Στρόπον.):Θὰ κρυώ’ αὐτὸ τοὺ πιδὶ, κοίτα πῶς ἀναμέλιˬασι!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA