ἀναμερίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμερίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμερίζω Ἤπ. Ἰόνιοι Ν[Ησ (Κέρκ. κ. ἀ.) Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν.) κ. ἀ.-ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,162 καὶ 217 καὶ 2,56 καὶ 202 Γ’Αθάν.Πράσιν.καπέλλ. 33 ΚΘεοτόκ. Καταδ.12 -Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ. ἀναμιρίζου Ἤπ. Θεσσ. ἀνεμερίζω Ἤπ. ἀναμερῶ Ἤπ.-ΚΤεφαρ. Λιανοτράγ. 126 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,217 ἀναμεράω Ἤπ.Λευκ.Πελοπν. (Μεσσ.) κ.ἀ.-Λεξ. Πρω.Δημητρ. ἀναμιρῶ Ἤπ:. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) ἀναμιράου Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἰτωλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀναμερίζω₌διαιρῶ, χωρίζω.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) ᾿Απομακρύνω τι ἐκ τῆς θέσεώς του, μετακινῶ Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κέρκ.Λευκ.Πελοπν.(Μεσσ.) κ.ἀ. -ΚΚρυστάλλ. 2,202 Γ’Αθάν. ἔνθ᾽ ἀν.-Λεξ.Πρω.Δημητρ. : ᾿Αναμερίζω ἢ ἀναμερῶ τ᾿ ἀγγ͜ειὰ-τὰ κλαριˬὰ-τὴν πέτρα-τὸ ξύλο κττ. Ἤπ. Ἀναμέρισε τὰ ξύλα νὰ κάμῃς λίγο διˬάβα νὰ περνᾶμε Κέρκ. ᾿Αναμεροῦσε ὁ κόσμος, ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιˬά, γιὰ νὰ μὴ πέσουν ’ς τὰ μάτιˬα της (ἐκ διηγ.) Ἤπ. Σὰ μ᾿ άναμέρισαν ἐμένα, τραυίχτηκα σὲ μιˬὰ τούφα κ᾽ ἔκατσα ν᾿ ἀνασάνω ΚΚρυσταλλ ἔνθ’ ἀν. Τοὺς ἀναμέρισε ὅλους καὶ πέρασε Λεξ. Πρω. Ἀναμέρα τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴ φωτιˬὰ Λεξ. Δημητρ. Ἀναμέρα, Παναγιˬά, τὸ κακό! αὐτόθ. Κάθισε ’ς τὴν καρέκλα ἀναμερίζοντας τὴ φουστανέλλα του Γ’Αθάν. ἔνθ’ ἀν. Ν’ ἀναμιρίσουμι κάbουσις πλάκις ’ς τὴ στέγη κὶ νὰ bοῦμι ἀποὺ τ᾽ σκιπὴ Θεσσ.‖ ᾊσμ. Θάλασσα, τὴν ἀγάπη μου ἐσὺ τὴνε γνωρίζεις κιˬ ἀπ’ τ’ ἄγριά σου κύματα νὰ τὴν ἀνεμερίζῃς (ἀγάπη₌ἀγαπωμένη κόρη) Ἤπ. Λόγγοι, χαμ’λώστε τὰ κλαριˬά, βουνά, ἀναμεριστῆτε, νὰ πάῃ ἡ φωνὴ ’ς τὴ μάννα μου, ’ς τὴ δόλιˬα μου γυναῖκα αὐτόθ. Συνών. παραμερίζω. β) Μές. παραμελοῦμαι ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,56: Ποίημ. Ἡ δρούγα, οἱ συρματόβεργες, τὸ γνέμα, τὸ πλουμίδι ἀπόψε ἀναμερίζονται, τηρᾶν τὴ φλόγα ἀπόψε 2) Διευθετῶ, τακτοποιῶ Ἤπ. Λευκ. κ. οἱ.: Ἀναμέρισε τὸ σπίτ’ Λευκ. Συνών. συγυρίζω. Β) Αμτβ 1) Μεταβάλλων θέσιν ἀπομακρύνομαί πως, μετακινοῦμαι, στέκω κατὰ μέρος Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. (Κέρκ. Λευκ. κ. ἀ.) Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ. ἀ.-ΚΤεφαρ. ἔνθ’ ἀν. ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,162 καὶ 217 ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν.-- Λεξ. Πρω.: ᾿Αναμέρισε λίγο νὰ περάσω Κέρκ. Ἀναμέρισα ἀπό τό δρόμο Λεξ. Πρω. Ἀναμέρα νὰ διˬαβῶ Ἤπ. Ἀναμέρισο! Λακων. Ἀναμιρᾶτ’ νὰ πιράσ’ τοὺ μπλάρ’, γιˬατὶ εἶνι φουρτουμένου Αἰτωλ. ’Αναμέρ’σαν οὕ’ κὶ πέρασι οὑ γάμους αὐτόθ. Ἀναμιρᾶν οὑ κόσμους ἅμα πιράῃ σ᾿bιθιρ᾿κὸ αὐτόθ. Τὰ ζῷα τους ποῦ ἐγέμιζαν ὅλον τὸ δρόμο ἀναμέρισαν γιˬὰ νὰ τὸν ἀφήκουν νὰ περάσῃ ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν. ‖ Παροιμ. Οὑ ζουρλὸς εἶδι τοὺ μιθυσμένου κιˬ ἀναμέρ'σι νὰ πιράσ’ (τὸν μεθυσμένον τὸν φοβεῖται καὶ ὁ τρελλὸς) Ζαγόρ. ᾿Αναμερᾶτε, τζέρτζελα, γιˬὰ νὰ διαβοῦν τὰ ροῦχα (οἱ πτωχοὶ ὑποχωροῦν εἰς τοὺς πλουσίους. τζέρτζελα₌ράκη) Ἤπ. ‖ᾊσμ. Πατεῖς τὴ γῆ καὶ τρέμ᾿ ἡ γῆ κιˬ ἀναμερᾷ τὸ χῶμα, πῶς νὰ σοῦ εἰπῶ πῶς σ’ἀγαπῶ ποῦ δὲν κοτᾴ τὸ στόμα; ΚΤεφαρ. ἔνδ’ ἀν. Ὅταν μὲ βλέπῃς μὲ πολλούς, γιˬὰ κρύψου γιˬὰ ἀναμέρα ἢ μὲ τὰ μάτιˬα χαμηλὰ δῶσ' μου τὴν καλημέρα Ἤπ. Ἀναμερᾶτε σεῖς γρϊὲς καὶ παραδιˬαβασμένες γιˬὰ νὰ διαβοῦν οἱ νεˬόνυφές κ᾽ οἱ ἀρραβωνιˬασμένες Λεξ. Δημητρ. Λόγγοι, χαμ’λώστε τὰ κλαδιˬά, βουνά, ἀναμερίστε Ἤπ Ποιήμ. Μὲ λίγες μέρες ’ς τὸ γιˬαλὸ καράβιˬα ξαγναντίζουν, λίγα καράβιˬα Ἑλληνικὰ κ’ οἱ Τοῦρκοι ἀναμερίζουν ΚΚρυστάλλ. 1,162 Τὰ δέντρα ποῦ φουρφουλογοῦν ’ς τῆς χαραυγῆς τ’ ἀγέρι, λές καὶ ξυπνοῦν, ξαφνίζονται ᾿ς τῆς λυγερῆς τὸ διˬάβα κιˬ ἀναμερῶντας τὰ κλαδιˬὰ τό ᾽να ρωτάει τ᾽ ἄλλα αὐτόθ. 217. Μετοχ. ἀναμερισμένος₌ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον πάντες ἀποφεύγουν ’Ιόνιοι Νῆσ. (Κέρκ. κ. ἀ.)-Λεξ. Πρω. Δημητρ. : Παροιμ φρ. ᾿Αναμερισμένος, καταφρονεμένoς (ἐπαρκῶς δεικνύομεν τὴν πρὸς τοὺς εὐτελεῖς περιφρόνησιν ἀποφεύγοντες τὴν συναναστροφὴν των) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. Συνών. παραμερίζω, τραυε͜ιέμαι (ἰδ. τραυῶ). 2) κλίνω πρὸς τὸ μέρος τινὸς Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.): Φρ. ’Αναμερίζει ’ς τὸ δεῖνα (μεροληπτεῖ ὑπὲρ τοῦ δεῖνα). Πβ. ἀναμεριˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA