ἀναμεσῶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμεσῶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀναμεσῶς ἐπίρρ. Κρήτ. Πελοπν.(Βούρβουρ. Κυνουρ. Μεσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπίρρ. ἀναμεσόν-σὸ, δι’ὅ ἀνάμεσον, κατά εἰς –ῶς.

Σημασιολογία

1)Μεταξὺ ἔνθ’ ἀν.: Πέρασε ἡ σφαῖρα ἀναμεσῶς τους Μεσσ. Ἀναμεσῶς ’ς τὰ χωράφιˬα αὐτόθ. ‖ Ἄσμ. ᾿Αναμεσῶς ’ς τὰ φρύδιˬα σου κυλε͜ιοῦdαι δυˬὸ γαϊδάροι κ᾿ ἤχασ’ ὁ -- εἷς τὸ φόρτωμα κιˬ ὁ ἄλλος τὸ σομάρι (σκωπτικὸν) Κρήτ. 2) Εἰς τὸ μέσον ἔνθ' ἀν.: ᾊσμ. Δὲν εἶδα τέτο͜ια κωπελλιˬὰ | νά ᾽χῃ μπογιˬὰ ’ς τὰ χείλη, ’ς τὸ μάγουλο ἐλα͜ιὰ | κιˬ ἀναμεσῶς ᾿ς τὸ bέττη νά ᾽χη πορτοκαλεˬὰ (πέττης ₌ στῆθος) Κρήτ. Πβ. ἀνάμεσα

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/