ἀναμπάμπουλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμπάμπουλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀναμπάμπουλα ἐπίρρ. πολλαχ ἀναbάbουλα Πελοπν. (Μάν.) ἀναπάπουλα Κύπρ. (Γερμασ. Λεμεσ. κ. ἀ.) ἀναπάπολα Ρόδ. ἀναμπούμπουλα Λεξ. Μπριγκ ἀναbούbουλα Κεφαλλ. ἀναπόπουλα Σύμ. ἀνεμπάμπουλα Θρᾴκ. ἀλαbαbούλα Λέσβ. ἀλαμπάμπουλα Λεξ. Κορ. Ἄτ. 2,28 Βλαστ 23 ἄλα-bαbούλα Ἴμβρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ ἀγνώστου β’ συνδετικοῦ. Ἴσως ὑπόκειται λέξις τις πεποιημένη. (Ὁ Κορ. Ἄτ. 2,28 εἰκάζει ἐκ τοῦ ἄλλα πάμπολλα. Ὁ GMeyer Νεugr. Stud. 4,7 ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ Βενετ ala babala.Τὸ Τουρκ. anababola ἐν Λεξ. ΙΧλωροῦ 1,207α <τόπος ἢ συγκέντρωσις ἀνθρώπων θορυβώδης> μᾶλλον ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ, ὡς φαίνεται καὶ ἐκ τοῦ τονισμοῦ εἰς τὴν παραλήγουσαν). Παρὰ Σομ τύπ. ἀλαμπάμπουλα.

Σημασιολογία

1) Χωρὶς τάξιν, ἀτάκτως, ὅπως τύχῃ Κύπρ. Συμ : Ἔκαμε τοὶς δουλε͜ιές του ἀναπόπουλα Σύμ. Ἔν᾿ μαθημένος ἀναπάπουλα Κύπρ. β) Ἀπερισκέπτως Συμ. Ἀναπόπουλα πορπατεῖ. γ) Ἀμερίμνως, ἀταράχως Κύπρ.(Λεμεσ. κ.ἀ.): Ἔχομεν τόσες δουλε͜ιὲς τ’ ἐσοὺ ἔκατσες ἀναπάπουλα Λεμεσ. 2) ᾿Αντιξόως, οὐχὶ κατ᾽ ἐπιθυμίαν Κύπρ.: Ἦρθαν τὰ πράματα ἀναπάπουλα Κύπρ. Συνών. ἄβολα 2, ἀβόλετα 2, ἀνάποδα, ἀντίθ. βολικά. 3) Φύρδην μίγδην, ἄνω κάτω, ἐπὶ πραγμάτων καὶ καταστάσεων ἀνωμάλων Θρᾴκ. Ἴμβρ. Κεφαλλ. Κύπρ. (Γερμασ. Λεμεσ. κ. ἀ.) Λέσβ. Πελοπν (Μάν.) Ρόδ. κ. ἀ. -Κορ. ἔνθ’ ἀν. Λεξ. Βλαστ. 23 : Τὰ πράματα ἦσαν ἀνεμπάμπουλα Θρᾴκ. Ἴσιˬα π᾿ τοὺ βόλιψα τοὺ σπίτ’, μὶ τοὺ κάναν τὰ πιδιˬά ἀλα-bαbούλα Ἴμβρ. 4) Ταραχωδῶς, θορυβωδῶς Λεξ. Μπριγ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/