ἀναμπαμπούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμπαμπούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναμπαμπούλα ἡ, σύνηθ. ἀναbαbούλα πολλαχ. καὶ Πόντ (Οἰν.) ἀναπαμπούλα Κύπρ. ἀναπαbούλα Πελοπν. (Λακων.) ἀναπαπούλα Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ.) ἀναπάπουλα Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀναμπουμπούλα σύνηθ. ἀναbουδούλα πολλαχ. ἀναπουbούλα Πελοπν. (Λακων Μάν.) ἀναμπουμπούρα Μακεδ. (Νάουσ.) ἀνεbαbούλα Κρήτ. Μύκ. Παρ ἀνεbουbούλα Ἄνδρ. Α.Κρήτ. κ. ἀ. ἀνιbαbούλα Κυδων. ἀνιbουbούλα Ἴμβρ. Κυδων. Σαμ. ἀναμουμπούλα Στερελλ. (Κλών.) ἀνεμομπούλα Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀναμπάμπουλα.

Σημασιολογία

᾿Αναστάτωσις, σύγχυσις, ταραχὴ ἔνθ’ἀν.: Ἔγινε μιˬὰ ἀναμπαπούλα δὲ λέγεται! Ἤτανε μέσ’’ς τὸ σπίτι τους μιˬὰ ἀναμπαπούλα. ‖ Φρ. Ἀνακατεύομαι ’ς τὴν ἀναμπαμπούλα (συμμετέχω τῆς ταραχῆς, τοῦ θορύβου ) σύνηθ. Ἄς γέ’ κακὴ ἀνεμοπούλα (ἂς γίνῃ ὅ,τι θέλει) Ἤπ. Ἄ δὲν ἤθελα τύχει ᾿ς τἠν ἀνεbουbούλα, δὲν ἤθελα τσοὶ φάει Α.Κρήτ. Μέσα ’ς τὴν ἀνεbουbούλα τσῆ κλέψανε τσῆ κακομοίρας τὰ ροῦχα τζη αὐτόθ. ‖ Παροιμ. Ὁ λύκος ᾿ς τὴν ἀναμπαμπούλα χαίρεται (ἐπὶ ἐπιτηδείου ἐκμεταλλευομένου τὰς ἀνωμάλους περιστάσεις) σύνηθ. Συνών. ἀνακάτωμα Β 2, ἀνακατωμὸς Β 3, ἀνακάτωσι Β 2, ἀνακατωσιˬὰ 3,*ἀναμπαμπουλιˬά, ἀναμπαμπουλίκι, ἀναστάτωμα, ἀναστάτωσι σύχυσι, ταραχή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/