γόβα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόβα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γόβα ἡ, κοιν. βόβα Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γκόφα Μακεδ. (Νάουσ.)
Ετυμολογία
Πιθαν. ἐκ τοῦ Ἐνετ. gοbα. Ἡ λ. ἤδη εἰς Γερμ. καὶ Πόρτ. Πβ. Δουκ. εἰς λ.
Σημασιολογία
1) Εἶδος γυναικείου ὑποδήματος, ἄνευ συγκρατητικῆς λωρίδος περὶ τὸν ταρσὸν ἢ κομβίων, μετὰ χαμηλοῦ ὑποπτερνίου καττύματος, ἐμβὰς κοιν.: Ἐπῆρα ἕνα ζευγάρι γόβες. Σ᾽ ἕνα μῆνα μοῦ ξεκόλλησαν οἱ γόβες κοιν. Τσὶ γόβες μου τσὶ λουστρινένιˬες μοῦ τσὶ πῆρ᾽ ὁ ἀρρεβωνιˬαστικός μου Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἤται μάστουρ᾽ς οὑ πχιˬὸ καλὸς κεῖνα τὰ χρόνιˬα, ἔκανι γόβις Σάμ. Ἀνέβαινε μὲ τὰς συνήθεις γόβας της ἕως τὸ κεφαλόσκαλον Α. Παπαδιαμάντ., Νοσταλγ., 99. || Παροιμ. ᾽Δὲ τὴ φορεσά μου καὶ πάρ᾽ τὴ βόβα μου (ἐκ τοῦ συνόλου δύναται νὰ κρίνῃ τις περὶ τῶν λεπτομερειῶν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) β) Εἶδος χαμηλοῦ γυναικείου ὑποδήματος καλύπτοντος μόνον τὸ μετατάρσιον πολλαχ. Συνών. παντόφλα. 2) Εἶδος ὑποδήματος ἁρμόζοντος εἰς ἀμφοτέρους τοὺς πόδας, ὁμοίου πρὸς τὸν ἀρχαῖον κόθορνον Κύπρ. 3) Τὸ πρὸς τὸν ἀστράγαλον μέρος τοῦ φοντιˬοῦ τοῦ ὑποδημάτος, εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὴν φτέρναν Κίμωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA