γυφτοφαραώνης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτοφαραώνης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυφτοφαραώνης ὁ, Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ φαραώνης.
Σημασιολογία
Ὁ γύφτος σιδηρουργός, ὡς προερχόμενος ἐκ τῆς χώρας τῶν Φαραῶ: Ὁ ἴδιˬος ὁ γυφτοφαραώνης τοὺς ὁρμήνεψε, πῶς νὰ τὸν σταυρώσουν τὸ Χριστό. || ᾎσμ. Οἱ Ἑβραῖοι παραγγείλανε τὸ γυφτοφαραώνη, νὰ φκειˬάσῃ γιˬὰ τὸ σταύρωμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μας τρία περόνιˬα μακρυὰ καὶ καλοδουλεμένα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA