γυφτοχώρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτοχώρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυφτοχώρι τό, Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Γορτυν. Πάτρ.) κ.ἀ.- Ι. Βενιζ., Παροιμ.2, 278. 147. γυφτουχώρ᾿ Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ. Φωκ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ χωριˬό.
Σημασιολογία
1) Χωρίον κατοικούμενον ὑπὸ Ἀθιγγάνων Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν κ.ἀ.) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) κ.ἀ. 2) Χωρίον μικρὸν καὶ ἄθλιον κατοικούμενον ὑπὸ ἀγροίκων Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Γορτυν. Πάτρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ. Φωκ.) - Ι. Βενιζ. Παροιμ.,2 278, 147.: Ξέρ᾿ς τί γυφτουχώρ᾿ τ᾿ κιˬαρατᾶ εἶνι αὐτό! Αἰτωλ. || Παροιμ. ᾿Σ τὸ γυφτοχώρι πάσπαλη δὲ βρίσκεται (ἀνύπαρκτος ἡ πολυτέλεια εἰς τοὺς ἐνδεεῖς) Πάτρ. ᾿Σ τὸ γυφτοχώρι πάσπαλη δὲ γίνεται (λόγῳ ἐλλείψεως ἀλευρομύλων· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Γορτυν. Ἡ παροιμ. κ.ἀ. Ἡ λ. καὶ ὡς τόπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γυφτοχώρι Ἰθάκ. Κεφαλλ. Γυφτουχώρ᾿ Στερελλ. (Φθιῶτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA