γυψόπετρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυψόπετρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυψόπετρα ἡ, ἀμάρτ., ᾿υψόπετρα Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γύψος καὶ πέτρα.

Σημασιολογία

Πέτρα περιέχουσα κρυστάλλους γύψου. Συνών. βλ. εἰς λ. γύψαρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/