γωνίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γωνίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γωνίδα ἡ, Μύκ. Πάρ. κ.ἀ. γουνίδα Μ. Ἀσία (Κυδων.) ᾿ωνίδα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. γωνίδι.
Σημασιολογία
1) Μεγάλον τμῆμα ἐκ τῆς ἄκρας τοῦ ἄρτου Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. : Μουρέ, μὰ ὅλη εὐτὴ dὴ ᾿ωνίδα θὰ τὴ φᾷς; Ἀπύρανθ. Συνών. ἀγωνάρα, γωνιδάρα, κουμμουτσάρα. 2) Τὸ ξηρὸν τμῆμα τῆς ἄκρας ἄρτου Μ. Ἀσία (Κυδων.) Πβ. γωνιˬὰ 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA